- ελκοποιος
- ἑλκοποιόςἑλκο-ποιός2ранящий, изъязвляющий
(τὰ σήματα, sc. τῶν ὅπλων Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὰ σήματα, sc. τῶν ὅπλων Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ελκοποιός — ἑλκοποιός, όν (Α) αυτός που προκαλεί έλκη, που πληγώνει … Dictionary of Greek
ἑλκοποιόν — ἑλκοποιός make wounds masc/fem acc sg ἑλκοποιός make wounds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκοποιά — ἑλκοποιός make wounds neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)